σφυδώ

σφυδώ
-όω ή -άω, Α
1. είμαι γεμάτος σφρίγος και ευεξία, είμαι σφριγηλός
2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) σφυδῶν
(κατά τον Ησύχ.) «εὔρωστος, ἰσχυρός, σκληρός»
3. φρ. «δειπνοῡσιν ἐσφυδωμένοι τἀλλότρια»
(στον Τιμοκλ.) τρώνε τα ξένα με τόση απληστία ώστε σε λίγο θα σκάσουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ρ., το οποίο απαντά μόνο σε ορισμένους τ. (πρβλ. ἐσφυδωμένος, σφυδῶν). Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *(s)p(h)eu-d- «πιέζω» τού ρ. σπεύδω (πρβλ. αρχ. ινδ. sphā-vayati «θρεμμένος, δυναμωμένος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διασφυδώ — διασφυδῶ ( όω) (Α) σφύζω, είμαι γεμάτος σφρίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από το διά* και ένα υποθετικό ρήμα *σφυδώ, τού οποίου μαρτυρείται μόνον η μετοχή εσφυδωμένος] …   Dictionary of Greek

  • σφυδρόν — τὸ, Α 1. το σφυρό 2. στον πληθ. (τὰ) σφυδρά (κατά τον Ησύχ.) «ἡ περιφέρεια τῶν ποδῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί σφυρόν σχηματισμένος κατ επίδραση τού επιθ. σφοδρός, ενώ, κατ άλλη άποψη, τής μτχ. σφυδῶν (βλ. λ. σφυδῶ)] …   Dictionary of Greek

  • σφυρούμαι — όομαι, Α φορώ κοθόρνους που φθάνουν ώς τα σφυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρόν. Το ρ. απαντά στον τ. τής μτχ. ἐσφυρωμένος, ο οποίος, όμως, πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε ἐσφυδωμένος (βλ. λ. σφυδῶ)] …   Dictionary of Greek

  • σφύζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σφύττω και δωρ. τ. σφύσδω Α (για το αίμα ή για τις αρτηρίες) πάλλομαι ρυθμικά, χτυπώ κανονικά (α. πλην σφύζ η καρδιά τού νέου στερρά», Βιζυην. β. «σφύζει δὲ τὸ αἷμα ἐν ταῑς φλεψίν», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. είμαι γεμάτος σφρίγος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”